υδρεγκεφαλικός

υδρεγκεφαλικός
-ή, -ό, Ν [υδρεγκεφαλία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρεγκεφαλία
2. φρ. «υδρεγκεφαλικές κραυγές»
ιατρ. δυνατές κραυγές τών παιδιών που πάσχουν από φυματιώδη μηνιγγίτιδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδρεγκεφαλικός — ή, ό ο υδροκεφαλικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροκεφαλικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην υδροκεφαλία (βλ. λ.), υδρεγκεφαλικός. 2. αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, ο υδροκέφαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”